- κολατσίζω
- μετ. , αμετ. завтракать; есть наскоро; закусить, перекусить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολατσίζω — κολατσίζω, κολάτσισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κολατσίζω — [κολατσιό] τρώγω πρόχειρα, παίρνω το κολατσιό μου, προγευματίζω … Dictionary of Greek
κολατσίζω — κολάτσισα, κολατσισμένος, παίρνω το κολατσιό μου, τρώω πρόχειρα: Κολάτσισε το πρωί και έφυγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρεντίζω — κολατσίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. marenda] … Dictionary of Greek
κολάτσισμα — το [κολατσίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κολατσίζω, το προγευμάτισμα, το κολατσι(ι)ό … Dictionary of Greek
ακολάτσιστος — η, ο [κολατσίζω] αυτός που δεν κολάτσισε, δεν έφαγε πρόχειρο φαγητό ή πρόγευμα … Dictionary of Greek
μερεντίζω — [μερέντι] (ιδιωμ.) κολατσίζω το απόγευμα … Dictionary of Greek